Ελλάδα επί εποχής ΔΝΤ.

Ελλάδα επί εποχής ΔΝΤ.
Αγώνας για λαϊκή κυριαρχία και ελευθερία είναι η συνέχεια των Λαϊκών Αγώνων
Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις - έλεγαν οι παλαιοί..

Απρίλιος 2018 * .... Λαός ενωμένος ποτέ νικημένος....

* * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * *
no news, good news

"Η χώρα δεν έχει ανάγκη από μια συμφωνία γενικά. Έχει ανάγκη από μια έξοδο από τα αδιέξοδα των μνημονίων, από μια σύνθετη πολιτική διεξόδου και αναγέννησης σε όλους τους τομείς, παραγωγικής και πνευματικής – κοινωνικής, εθνικής ανασυγκρότησης, που δεν μπορεί να γίνει μέσα από τα νεοφιλελεύθερα δόγματα και τους όρκους πίστης στις συνθήκες της Ε.Ε., χωρίς έναν σταθερό προσανατολισμό για μια νέα θέση της χώρας στον γεωπολιτικό άξονα. [Ο Δρόμος της Αριστεράς]

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

ΜΜΕ και αυλόδουλοι

Του ΚΩΣΤΑ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ*
«Απαράδεκτο φαινόμενο αποτελεί η εμφάνιση δημοσιογράφων, κυρίως σε ραδιοτηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης, ως οιονεί κυβερνητικών εκπροσώπων». 
(Από ανακοίνωση του εποπτικού οργάνου δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ, 1 Οκτωβρίου 2010)
Ο Γερμανός κοινωνιολόγος Νίκλας Λούμαν (Niklas Luhmann, 1927-1998) είναι περισσότερο από σαφής: «Ο,τι γνωρίζουμε για την κοινωνία μας ή, καλύτερα, για τον κόσμο στον οποίο ζούμε, το γνωρίζουμε από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Αυτό ισχύει όχι μόνο όσον αφορά τη γνώση μας για την κοινωνία και την ιστορία, αλλά και τη γνώση μας για τη φύση. Ο,τι γνωρίζουμε για τη στρατόσφαιρα είναι το ίδιο με εκείνο που γνώριζε ο Πλάτωνας για την Ατλαντίδα: έχουμε ακούσει να μιλούν γι' αυτή. Ή, όπως το θέτει ο Οράτιος: "Τα έχω ακουστά και κάποια τα πιστεύω"».1
Στα μέρη μας έρπει όχι μόνο μια ελαφρολαϊκή εκδοχή της δημοσιογραφίας που έχει άποψη για όλα, αλλά κάτι περισσότερο επικίνδυνο: η δημοσιογραφία που υποκαθιστά τον κυβερνητικό πολιτικό λόγο, υπερασπιζόμενη τα σκληρά οικονομικά μέτρα με γουρλωμένα μάτια και φουσκωμένες φλέβες. Ανεξάρτητα από το τι πιστεύει ο καθένας μας περί της αναγκαιότητας των μέτρων ή όχι, η αλήθεια είναι ότι σε κάποιες περιπτώσεις οι βασικές αρχές της δημοσιογραφίας μοιάζουν με πτώμα σε προχωρημένη σήψη.
Η συγκεκριμένη πλευρά της δημοσιογραφίας, η οποία ανάγκασε ακόμα και την ΕΣΗΕΑ -γνωστή για τα μη σφριγηλά αντανακλαστικά της σε ζητήματα δεοντολογίας- να την καταδικάσει, δίνει με κάθε ευκαιρία τον καλύτερό της εαυτό. Είτε αγρότες είναι στους δρόμους είτε ιδιοκτήτες φορτηγών είτε οποιαδήποτε άλλη κοινωνική ομάδα. Χωρίς να μένει στο γεγονός «κάποιοι άνθρωποι είναι στο δρόμο και γιατί συμβαίνει αυτό;». Χωρίς να δίνει το δικαίωμα στην απάντηση του ερωτώμενου -και γιατί όχι- να τον αφήνει να εκτίθεται σε αυτό το αόρατο ποτενσιόμετρο που λέγεται γενικώς και αορίστως «κοινή γνώμη». Χωρίς να διερευνά τη σημαντική λεπτομέρεια. Χωρίς να μπορεί να κατανοήσει τη διαφορά μεταξύ αλήθειας και εικόνας.
Στη συστημική προσέγγιση της σημερινής κοινωνίας θα διαπιστώσει κάποιος το ατέλειωτο θεσμικό μπέρδεμα. Τον δημοσιογράφο να διεκδικεί ρόλο πολιτικού, τον πολιτικό σε ρόλο απεργού, τον απεργό σε ρόλο δημοσιογράφου, τον διανοούμενο σε ρόλο αθλητικού σχολιαστή, τον διαδηλωτή σε ρόλο ρεπόρτερ. Και ας μη βιαστούμε να χρεώσουμε την ώσμωση αυτή στη λειτουργία της δημοκρατίας. Απεναντίας. Το να διεκδικείς μερίδιο του χώρου του άλλου σημαίνει ή ότι δεν σου φτάνει αυτός που εκ φύσεως σού αναλογεί ή ότι ο δικός σου χώρος δεν σε θέλει.
Τα Μέσα στην Ελλάδα, και όχι μόνον, έχουν την ιδιαιτερότητα να λειτουργούν σαν... φαναρτζίδικα. Βάζουν την πραγματικότητα στην καλίμπρα και την ισιώνουν. Την κάνουν επίπεδη. Ολα να μοιάζουν με όλα. Οσο φευγαλέα και αν είναι η τηλεοπτική εικόνα, άλλο τόσο υπεύθυνη είναι για την ολέθρια, πολλές φορές, επιρροή της στην αλλοίωση όχι μόνο της κοινωνικής συνείδησης, αλλά και της συλλογικής μνήμης. Γιατί αν αναρωτηθούμε για την εικόνα που μας έμεινε από τα τηλεπαράθυρα τις ημέρες της απεργίας των ιδιοκτητών των φορτηγών, ή απλώς φορτηγατζήδων, ανάλογα με την άποψη που είχαμε, η πρώτη που ανασύρεται είναι αυτή του άμετρου δημοσιογραφικού κρεσέντο προς τον ολοφυρόμενο απεργό, που δεν έκανε τίποτα άλλο από το να μιμείται το κακέκτυπο του κυβερνητικού εκπροσώπου.
Οσο πολιτικώς ορθή και αν πιστεύει ότι είναι αυτή η πλευρά της «κυβερνητικής» δημοσιογραφίας που αγνοεί τον άνθρωπο, ουσιαστικά πρόκειται για την επικοινωνιακή μεταφορά του προεπαναστατικού «αυλόδουλου». Αλλο πράγμα η δημοσιογραφική προσέγγιση-κριτική στην κυβέρνηση, αλλά και στα κοινωνικά στρώματα που διαμαρτύρονται άλλοτε με χίλια -και περισσότερα- δίκια κι άλλοτε εξ επαγγέλματος και ιδιοτέλειας, και άλλο η αλόγιστη οσφυοκαμψία. Είτε στη μία είτε στην άλλη πλευρά. Αυτού του είδους η δημοσιογραφία δεν στέκεται απέναντι από κάθε είδους εξουσία όπως θα έπρεπε. Απλώς διεκδικεί ένα κομμάτι της και μάλιστα με τρόπο πιο ύπουλο και από αλεπού...
1. Niklas Luhmann, Η πραγματικότητα των μέσων μαζικής επικοινωνίας, μτφρ.: Πέρσα Ζέρη, Μεταίχμιο, σελ. 25
Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΙ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΑΙ ΚΕΡΔΙΖΕΙ ΕΝΩ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙΓΕΤΑΙ

Καταστροφικός καπιταλισμός και ιδιωτικοποίηση του κράτους
Ενώ η Ελλάδα αγωνίζεται να αναβιώσει τις οικονομικές της υποδομές από την τανάλια του καπιταλισμού καταστροφών, και άλλα κράτη εμφανίζονται ως πιθανοί στόχοι αυτής της λαίλαπας.
Ιδιωτικοί στρατοί, ιδιωτικές εφορίες, ιδιωτικές κυβερνήσεις, δημόσιες λαίλαπεςΙδιωτικοί στρατοί, ιδιωτικές εφορίες, ιδιωτικές κυβερνήσεις, δημόσιες λαίλαπες
Πρόκειται για ένα μοναδικό είδος καπιταλισμού. Ευδοκιμεί μέσα σε κρίσεις και υφέσεις, ανεξάρτητα εάν αυτές έχουν προκληθεί από φυσικές καταστροφές, όπως πυρκαγιές, σεισμοί και τσουνάμι, ή από κυβερνητική ανικανότητα (που συχνά εντοπίζεται στη «φιλανθρωπία επενδυτών») και πολέμους, όπως το Ιράκ, που πυροδοτούνται με ψεύδη επισήμων και άγνοια του πολίτη.
Η έγκυρη ανάλυση των μεγάλων κρίσεων, απερισκέπτως και κατά ρουτίνα, αφήνεται στα καπρίτσια αυτού που ο Ανταμ Σμιθ έχει αποκαλέσει «το αόρατο χέρι των δυνάμεων της αγοράς». Ωστόσο, η συχνότητά τους δεν είναι κατ' ανάγκη εξηγήσιμη μέσω φιλοσοφικών αφορισμών και ρητών του σαλονιού, για εμφανείς λόγους.
Εκείνοι που προκαλούν τις μεγάλες κρίσεις δεν είναι «αόρατοι», αλλά δεινοί κλέφτες εθνικού και ιδιωτικού πλούτου, που είχαν την προνοητικότητα να αποικίσουν τον κρατικό μηχανισμό, να αγοράσουν πολιτικούς που θα νομιμοποιήσουν τη λεία τους και ακόμη να μισθοδοτούν πανεπιστημιακούς για να καταστήσουν εαυτούς αξιοσέβαστους.
Τέσσερις τάσεις
Η εκτυλισσόμενη «αναδόμηση» της παγκόσμιας οικονομικής ζωής, αν και ουσιαστικά απαραίτητη, βρίσκεται εν εξελίξει για αρκετό χρόνο. Ο τελευταίος της κύκλος είναι το αποκορύφωμα και τεσσάρων γενικών τάσεων που είχαν μπει σε τροχιά την εποχή του θατσερισμού και της οικονομικής φιλοσοφίας του Ρίγκαν (Reaganomics): α) Ιδιωτικοποίηση των πόρων, β) εξωτερική ανάθεση των κυβερνητικών υπηρεσιών, γ) σμίκρυνση του κράτους με αντικατάσταση υπηρεσιών του από ιδιωτικούς φορείς και δ) ελάττωση του κρατικού εργατικού δυναμικού, άρα «μικρότερο κράτος».
Εν συνδυασμώ, αυτές οι τάσεις προσδιορίζουν την εποχή της πληροφοριακής οικονομίας, μιας οικονομίας που δύναται να «δημιουργεί πλούτο διά καταλλήλου εκμεταλλεύσεως μέσων και ιδεών». Οι ίδιες τάσεις και οι φορείς που τις εκδηλώνουν έχουν επίσης μεταμορφώσει το ρόλο του κράτους, μετατρέποντάς το από την υπέρτατη πολιτική εξουσία σε de facto υπηρέτη τους. Ετσι, από φύλακας του δημοσίου συμφέροντος, το σύγχρονο κράτος έχει εκφυλιστεί σε προστάτη τού άνευ πατρίδας κεφαλαίου και διεκπεραιωτή της απρόσκοπτης ροής του, αγνοώντας εθνικά σύνορα και επιδιώκοντας το υψηλότατο κέρδος με το φθηνότατο εργατικό κόστος.
Οι ιδιωτικοποιήσεις και οι εξωτερικές αναθέσεις κρατικών υπηρεσιών είναι υπέρθετες έννοιες. Απλώς σημαίνουν τη μεταφορά των δημοσίων επιχειρήσεων ή νομίμως ιδρυθέντων κυβερνητικών λειτουργιών σε υποθετικώς περισσότερο «αποδοτικές επιχειρηματικές οντότητες».
Το «θαύμα»
Το υποστηρικτικό επιχείρημα αυτής της αμφίβολης θεωρίας απορρέει από έναν μη αποδεδειγμένο ισχυρισμό: ότι ο ιδιωτικός τομέας, επηρεαζόμενος από το κίνητρο του κέρδους, μπορεί πάντοτε να παρέχει τις ίδιες ποιοτικά υπηρεσίες που το κράτος κάποτε παρείχε σε χαμηλότερο κόστος. Παραδείγματος χάριν, τι χρειάζεται το κράτος για τη διανομή του νερού; Δεν βλέπουμε πόσο εύκολα μπορεί αυτό να γίνει από την «Κόκα Κόλα»; Ωστόσο, η πείρα έχει δείξει πως ο μόνος τρόπος που αυτό το «θαύμα» μπορεί να επιτευχθεί είναι να εξαναγκάζονται λιγότεροι εργαζόμενοι να παράγουν περισσότερα προϊόντα. Κοντολογίς, να φτηνύνουν την αξία της εργατικής τους δύναμης και να λησμονήσουν συνδικαλιστικές «απειθαρχίες».
Βραχυπρόθεσμα, η εξωτερική ανάθεση των κυβερνητικών υπηρεσιών και η πώληση δημοσίων επιχειρήσεων απελευθερώνουν τις κυβερνητικές και δημόσιες εταιρείες από «υπερβολικό» ανθρώπινο δυναμικό και από νομοθετημένες υποχρεώσεις προς τους εργαζομένους, όπως οι ασφαλίσεις υγείας και οι συντάξεις. Επιπλέον, η μεταβίβαση εξόδων από δημόσιες δαπάνες σε επενδυτές φιλανθρωπίας είναι το ευμενέστερο άσμα στ' αυτιά σωτήρων, το ΔΝΤ και τα συναφή...
Σ' ένα τέτοιο κανιβαλιστικό περιβάλλον, λίγη προσοχή δίνεται στις πολιτικοκοινωνικές επιπλοκές της μεταφοράς των δημοσίων λειτουργιών προς χρηματοδότες που διαθέτουν άπειρα λεφτά, χαμηλή ηθική, πολιτικές διασυνδέσεις και απεριόριστη απληστία.
Οι προωθούντες τις ιδιωτικοποιήσεις (κινούμενοι τώρα σε υψηλές ταχύτητες στην Ελλάδα) αποφεύγουν να απαντήσουν σε κρίσιμα ερωτήματα: Τι προτείνετε προς ιδιωτικοποίηση; Νησιά, σιδηροδρόμους, βουνοκορφές, αστυνομία; Πού τοποθετούν οι ζηλωτές αυτής της απάτης τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δημοσίων υπηρεσιών, δημοσίων λειτουργιών και των ιδιωτικών κερδών ή υποχρεώσεων; Με άλλα λόγια, θα λειτουργεί και στην Ελλάδα το σύστημα «κέρδος στους ιδιώτες, ζημιές στον φορολογούμενο και το κράτος απλός φοροσυλλέκτης»;
«Είμαστε πολύ μεγάλοι»
Η σταυροφορία Θάτσερ - Ρίγκαν κατά των κυβερνητικών ρυθμίσεων κορυφώθηκε στη χρηματοπιστωτική κατάρρευση του 2008, όταν πλούτος ύψους 12 τρισεκατομμυρίων δολαρίων έγινε καπνός. Και μιαν ωραία πρωία, αυτήν της 15ης Σεπτεμβρίου 2008, οι μεγιστάνες τής Γουόλ Στριτ «πληροφόρησαν» το κράτος με μνημόνιο μιάμισης σελίδας: «Είμαστε πολύ μεγάλοι να μας αφήσετε να χρεοκοπήσουμε». Αποτέλεσμα; Εξι αμερικανικοί χρηματοπιστωτικοί όμιλοι ελέγχουν το 64% του Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ).
Η φρενίτιδα της απορρύθμισης και της ιδιωτικοποίησης καταβροχθίζει τώρα υπηρεσίες και λειτουργίες που ήταν και θα έπρεπε να παραμείνουν αποκλειστικότητα του κράτους, όπως για παράδειγμα η ασφάλεια, η άμυνα, η συλλογή πληροφοριών και κατασκοπία, ακόμη και η απονομή της δικαιοσύνης και ο σωφρονισμός. Ετσι, το «μικρό κράτος» το μετατρέψαμε σε πηγή ιδιωτικού κέρδους.
Οπως αποκάλυψε σχετικά πρόσφατα η εφημερίδα «Washington Post» (19 Ιουλίου 2010), μια «άκρως απόρρητη Αμερική» ευημερεί σε μια «παράλληλη γεωγραφία» στις ΗΠΑ. Τα ευρήματα της εφημερίδας επιβεβαιώνουν ότι το κράτος κυνηγά την ουρά του, καθώς 1.931 «ιδιωτικές εταιρείες», εγκατεστημένες σε 10.000 τοποθεσίες απ' άκρη σ' άκρη των ΗΠΑ, λειτουργούν ως παρακράτος. Επιπλέον, και σύμφωνα με την «Post», 854.000 πολίτες έχουν «άδεια πρόσβασης σε άκρως απόρρητα στοιχεία».
Εμποροι φόβου
Η λογική της «ιδιωτικοποίησης» τέτοιων κρατικών λειτουργιών ενέχει τον τεράστιο κίνδυνο μετατροπής κερδοσκόπων σε εμπόρους του φόβου. Αντί μικρού και «φθηνού κράτους» επετεύχθη ένας σούπερ οργουελιανός οδοστρωτήρας προσωπικών ελευθεριών. Το δίλημμα είναι καταφανές: Εάν ιδιωτικοί οργανισμοί μπορούν να παρέχουν ασφάλεια και τα πανεπιστήμια προσφέρουν πτυχία στην «εθνική ασφάλεια» και αμφότερα γίνονται για κερδοσκοπικούς λόγους, τότε πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος χρειάζεται μεγαλύτερη ανασφάλεια για να βρουν τα παιδιά μας δουλειά!
* Επίτιμος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Πολιτικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Χάουαρντ.